ψευδαργυρικός

ψευδαργυρικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψευδάργυρο
2. αυτός που αποτελείται από ψευδάργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψευδαργυρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ψευδάργυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”